- Σαμαρείταις
- Σαμαρείτηςmasc dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συγχρώμαι — άομαι, Α 1. χρησιμοποιώ, μεταχειρίζομαι κάτι από κοινού με κάποιον άλλο 2. ωφελούμαι από κάτι, τό εκμεταλλεύομαι («συγχρᾱσθαι τῇ ἀπὸ τῶν φίλων εὐνοίᾳ», επιγρ.) 3. έχω σχέσεις με κάποιον, τὸν συναναστρέφομαι («οὐ... συγχρῶνται Ἰουδαῑοι… … Dictionary of Greek